- μεταλλειολογία
- ηη επιστήμη που ασχολείται με τον εντοπισμό και τη μελέτη των μετάλλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταλλειολογία — η κλάδος τών φυσικών επιστημών που μελετά τα μέταλλα, τα μεταλλεία και τα μεταλλεύματα, περιγράφει τη δημιουργία τών μεταλλευμάτων και την κατανομή τους μέσα στον φλοιό τής Γης, καθώς και τις μεθόδους ανεύρεσης και ανόρυξής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μεταλλειολόγος — ο,η 1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία 2. μηχανικός μεταλλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
Ετέμ πασάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Βεζίρης, ελληνικής καταγωγής (Χίος 1813 – 1893). Σπούδασε μεταλλειολογία στο Παρίσι. Όταν γύρισε στην Τουρκία, διορίστηκε αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ και… … Dictionary of Greek
Πρωτοπαπαδάκης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Αριστείδης (Αθήνα 1903 – 1966). Έλληνας πολιτικός. Γιος του Πέτρου, σπούδασε (1921 29) ναυπηγός στο Βερολίνο και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1932. Εξελέγη 13 φορές βουλευτής, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (1935 61)… … Dictionary of Greek